ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… … Dictionary of Greek
ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)