αργία

αργία
η
1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα 'χουμε σχολείο.
2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ' ένα μήνα αργία.
3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το στρατό για κάποιο σοβαρό παράπτωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… …   Dictionary of Greek

  • ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”